φοινικίδων

φοινικίδων
φοινῑκίδων , φοινικίς
red
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κηρόξυλο — (Ceroxylon). Γένος αγγειοσπέρμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των φοινικιδών. Περιλαμβάνει είδη ψηλών και ανθεκτικών στο κρύο φοινίκων των Άνδεων, οι οποίοι παράγουν μία ουσία με σύσταση κεριού, γνωστή με την ονομασία καρναούβα. Ουσία… …   Dictionary of Greek

  • καρύκινος — καρύκινος, ίνη, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τής καρύκης, βαθυκόκκινος («οὔτε φοινικίδων οὔτε καρυκίνων ἱματίων», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + κατάλ. ινος (πρβλ. ακάνθ ινος, φοίνικ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • ναννόρωψ — ο βοτ. γένος μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας τών φοινικιδών …   Dictionary of Greek

  • πινάγκα — (pinanga). Δέντρο της οικογένειας των Φοινικιδών ή Παλμιδών. Αριθμεί 50 περίπου είδη, που ευδοκιμούν στις τροπικές περιοχές της Ασίας και της Ωκεανίας. Η π. είναι δέντρο πολύ ψηλό. Ο κορμός του είναι όρθιος και λεπτός, τα φύλλα του πτεροειδή και… …   Dictionary of Greek

  • σεαφόρθια — η, Ν βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών φοινικιδών, με 13 περίπου είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. seaforthia, από το όνομα τού λόρδου Seaforth, Άγγλου ευγενούς] …   Dictionary of Greek

  • ακροκόμη — (acrocoma). Γένος φυτών της οικογένειας των φοινικιδών με 10 είδη. Είναι φυτό της Κεντρικής και της Νότιας Αμερικής, που φτάνει σε ύψος από 4 έως 30 μ., με αγκαθωτό στέλεχος. Τα φύλλα του έχουν σχήμα φτερού. Το μήκος τους φτάνει έως τα 5 μ. ενώ… …   Dictionary of Greek

  • αλφονσία — (alfonsia). Γένος φοινικόδεντρων της οικογένειας των φοινικιδών, ιθαγενών της τροπικής Αφρικής και των ανατολικών παραλίων της Νότιας Αμερικής. Στο γένος ανήκουν 3 είδη, από τα οποία το σπουδαιότερο είναι ο αφρικανικός ελαιοφοίνικας, χρήσιμο φυτό …   Dictionary of Greek

  • βακτρίδα — (bactris). Γένος φοινίκων της οικογένειας των φοινικιδών, ιθαγενών της τροπικής Αμερικής. Είναι κυρίως χαμηλά δέντρα που φυτρώνουν σε ομάδες. Ο κορμός τους είναι αγκαθωτός ή λείος, με έντονα τα αποτυπώματα των φύλλων που έχουν πέσει. Αυτά… …   Dictionary of Greek

  • ελαΐς ή αλφονσία — (elaeis). Γένος φοινικόδεντρων της οικογένειας των φοινικιδών. Είναι φυτό ιθαγενές της τροπικής Αφρικής και των ανατολικών παραλίων της Νότιας Αμερικής. Στο γένος αυτό ανήκουν τρία είδη, από τα οποία το σπουδαιότερο είναι ο ελαιοφοίνικας ο… …   Dictionary of Greek

  • κοκκοφοίνικας — Φοινικόδεντρο της οικογένειας των φοινικιδών ή παλμιδών (μονοκοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι κόκκος ο καρυοφόρος. Κατάγεται, πιθανώς, από την Ινδική χερσόνησο ή τα νησιά του Μαλαϊκού αρχιπελάγους και έχει διαδοθεί σχεδόν σε όλες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”